- λάρκος
- λάρκος, ὁ (Α)κοφίνι, ιδίως για μεταφορά ξυλοκάρβουνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *νάρκος με επίδραση τού τ. λάρναξ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάρκος — charcoal basket masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρκον — λάρκος charcoal basket masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρκου — λάρκος charcoal basket masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρκους — λάρκος charcoal basket masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρκῳ — λάρκος charcoal basket masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
(s)ner-2 — (s)ner 2 English meaning: to turn, wind, etc.. Deutsche Übersetzung: “drehen, winden (also von Fäden and Flechtwerk), zusammendrehen, zusammenschnũren; sich zusammenwinden, einschrumpfen” Note: perhaps extension to snē ds.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
λαρκίδιον — και λαρκίον, τὸ (Α) [λάρκος] μικρό κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων … Dictionary of Greek
λαρκαγωγός — λαρκαγωγός, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει καλάθι με κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος (ὁ) «κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων» + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σιτ αγωγός] … Dictionary of Greek
λαρκοφορώ — λαρκοφορῶ, έω (Α) μεταφέρω κοφίνι με ξυλοκάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. κυκλο φορώ] … Dictionary of Greek
ναρκίον — ναρκίον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀσκόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται μάλλον με τα λάρκος, λαρκίον, νάρναξ και όχι με το νάρκη] … Dictionary of Greek